- παρασχεδόν
- ΜΑεπίρρ. (για τόπο) πλησίον, κοντά ή εν τω μεταξύαρχ.1. (για χρόνο) αμέσως, ευθύς2. σχεδόν, μόλις.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σχεδόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρασχεδόν — beside indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)